Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Ο ρόλος των κινήτρων στην εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας. Δρ. Αλέξανδρος Παπάνης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Ένα σημαντικό συστατικό της προσέγγισης στη μάθηση είναι τα κίνητρα των μαθητών. Τα κίνητρα κατέχουν ένα ρόλο-κλειδί στην εφαρμογή των στρατηγικών εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας και ασκούν μία έμμεση επίδραση στην επεξεργασία των πληροφοριών κατά τη διαδικασία της μάθησης (Nenniger 1992). Αυτό συμβαίνει επειδή οι στρατηγικές δεν λειτουργούν ανεξάρτητα. Αποτελούν συστατικά ενός συστήματος ρύθμισης της μάθησης, εντός του οποίου αλληλεπιδρούν με ορισμένα συστατικά κινήτρων, προκειμένου να παραχθεί το αποτέλεσμα της μάθησης. Η θεωρία αυτή έχει βρει ιδιαίτερη απήχηση στο πλαίσιο της αυτο-ρυθμιζόμενης ή αυτο-προσδιοριζόμενης μάθησης και έχει οδηγήσει στη διεξαγωγή μεγάλου όγκου ερευνών. 
Κατά την Ευκλείδη (1997), κίνητρο είναι οτιδήποτε κινεί, ωθεί ή παρασύρει σε δράση ένα άτομο. Ορισμένα κίνητρα μπορούν να χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου διαχρονικά και να αποτελούν, επομένως, χαρακτηριστικά προσωπικότητας ή προδιαθέσεις, όπως π.χ. το άγχος.
Οι Gardner και Lambert (1959) διακρίνουν δύο είδη κινήτρων: τα κίνητρα ένταξης (integrative motivation) και τα κίνητρα χρήσης (instrumental motivation). 
Τα κίνητρα ένταξης αναφέρονται στην άμεση προσπάθεια που καταβάλλει το άτομο να οδηγηθεί στην εκμάθηση της Γ2, αντλώντας ταυτόχρονα δύναμη από το ενδιαφέρον που διαθέτει για τους ανθρώπους και τον πολιτισμό που πρεσβεύει η Γ2. 
Αντίθετα, στα κίνητρα χρήσης το άτομο καταβάλλει προσπάθεια έχοντας κατά νου την πρακτική αξία του ζητήματος, δηλαδή την απόκτηση ενός ακόμη προσόντος. 
Μελέτες έδειξαν ότι και τα δύο είδη κινήτρων έχουν ίση αξία στη χρήση των στρατηγικών εκμάθησης (Okada, Oxford & Abo 1996, Schmidt et al. 1996, Cohen & Dornyei 2002). Ωστόσο, άλλες έρευνες δεν κατάφεραν να διαπιστώσουν μια θετική συσχέτιση μεταξύ των κινήτρων ένταξης και εκμάθησης της δεύτερης/ξένης γλώσσας. Οι Oller και Perkins (αναφορά στον Ellis 1994) υποστηρίζουν ότι μερικά άτομα μπορεί να έχουν υψηλά επίπεδα κατάκτησης της γλώσσας-στόχου, ακόμη και αν διατηρούν αρνητική στάση απέναντι στη γλωσσική κοινότητα αυτής. Σε αυτή την περίπτωση η αρνητική στάση μπορεί να οδηγήσει στην προσωπική επιθυμία για υπερίσχυση έναντι των γηγενών ομιλητών της γλώσσας-στόχου, ένα φαινόμενο που ονομάζεται κίνητρο του Μακιαβέλι (Machiavellian Motivation).
Αντίθετα, η Ramage (1990) ερεύνησε τους παράγοντες που οδηγούν στην εγκατάλειψη μαθημάτων γαλλικής και ισπανικής γλώσσας από Αμερικανούς μαθητές στο Γυμνάσιο. Το πιο σημαντικό εύρημα ήταν ότι οι μαθητές που συνέχιζαν και το δεύτερο χρόνο την παρακολούθηση των ξένων γλωσσών έδειχναν ενδιαφέρον στα πολιτιστικά στοιχεία που πρέσβευε η Γ2. Αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη κινήτρου ένταξης. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ellis (1994), τα άτομα που διακατέχονται από κίνητρα ένταξης είναι πιο δραστήρια στη σχολική αίθουσα και έχουν λιγότερες πιθανότητες να εγκαταλείψουν.
Το κίνητρο επίτευξης (όπως το ονομάζουν κάποιοι άλλοι ερευνητές) ακολουθεί τον τύπο των συγκρούσεων ανάμεσα στο κίνητρο για επιτυχία -που ωθεί το άτομο σε εμπλοκή με το έργο- και στο κίνητρο για αποφυγή της αποτυχίας -που ωθεί το άτομο σε απομάκρυνση από το έργο (Ευκλείδη 1997). Αξίζει να σημειωθεί ότι το κίνητρο για αποφυγή της αποτυχίας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το άγχος, για το οποίο έγινε λόγος στην ενότητα 4.5.1, στους ψυχολογικούς παράγοντες. 
Το κίνητρο επίτευξης συνδέεται, κυρίως έμμεσα, με την επίδοση, μέσα από το μέγεθος της προσπάθειας που προτίθεται να καταβάλει το άτομο για την επιδίωξη και πραγμάτωση του συγκεκριμένου στόχου, ενεργοποιώντας δηλαδή την πρόθεση του ατόμου για δράση (Krau 1982). Επιπλέον, τόσο το κίνητρο επίτευξης όσο και το άγχος βρέθηκαν να επηρεάζουν έμμεσα το αποτέλεσμα της μάθησης μέσω της επίδρασης που ασκούν στη χρήση των στρατηγικών εκμάθησης (Entwistle 1992, Nenniger 1992).
Σύμφωνα με τον Murray (1938), το κίνητρο επίτευξης μπορεί να περιγραφεί ως η ανάγκη του ατόμου να πραγματοποιήσει κάτι δύσκολο, να χειριστεί και να οργανώσει ιδέες (μεταγνωστική στρατηγική), να υπερνικήσει εμπόδια, να επιτύχει ένα υψηλό επίπεδο και να αυξήσει τον αυτοσεβασμό του (κοινωνικο-συναισθηματική στρατηγική). 
Ωστόσο, οι πρώτες βάσεις της θεωρίας για το κίνητρο επίτευξης τέθηκαν από τους McClelland και Atkinson με το βιβλίο τους «Το κίνητρο Επίτευξης» το 1953. Στο βιβλίο αυτό το κίνητρο επίτευξης εμφανίζεται να διεγείρεται, όταν στο περιβάλλον υπάρχουν ταυτοχρόνως τόσα σήματα αμοιβής για την επίδοση- τα οποία δημιουργούν προσδοκία και θετικά συναισθήματα για το αποτέλεσμα των ενεργειών του ατόμου, όσο και σήματα κινδύνου για πιθανή αποτυχία, τα οποία δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα για το αποτέλεσμα των ενεργειών. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τους συγκεκριμένους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι το κίνητρο επίτευξης αποτελεί τη συγχώνευση δύο διαφορετικών προδιαθέσεων κινήτρου` δηλαδή του κινήτρου για την επιτυχία και του κινήτρου για την αποφυγή της αποτυχίας. 
Η τάση για επίτευξη της επιτυχίας καθορίζεται από 1) τη δύναμη του κινήτρου για επίτευξη επιτυχίας, 2) την πιθανότητα που, κατά την κρίση του ατόμου, υπάρχει για την επιτυχία σε κάποιο συγκεκριμένο έργο, 3) το εξωτερικό κίνητρο ή αξία της επιτυχίας σε αυτό το συγκεκριμένο έργο. Αντίστοιχα, η τάση για αποφυγή της αποτυχίας επηρεάζεται από 1) τη δύναμη του κινήτρου του ατόμου για αποφυγή της αποτυχίας, 2) την πιθανότητα που, κατά την κρίση του ατόμου, υπάρχει για την αποτυχία σε ένα συγκεκριμένο έργο και 3) την εξωτερική αξία της αποτυχίας σε αυτό το ειδικό έργο. Η τελική τάση του κινήτρου είναι, σύμφωνα με τον Atkinson (1964), αποτέλεσμα των δύο επιμέρους τάσεων: της τάσης για επίτευξη επιτυχίας και της τάσης για αποφυγή της αποτυχίας. 
Στο διάστημα των τελευταίων χρόνων έχουν γίνει αρκετές ερευνητικές προσπάθειες προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι διάφορες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα κίνητρα και τη χρήση των στρατηγικών εκμάθησης. Συγκεκριμένα, σε έρευνα των McKeachie, Pintrich, Lin και Smith (1986) τα αποτελέσματα έδειξαν ότι πράγματι τα κίνητρα διαδραματίζουν ένα μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των συνθηκών μάθησης, των στρατηγικών εκμάθησης και της ακαδημαϊκής επίδοσης. Ωστόσο, σε έρευνα των Pintrich και De Groot (1990), παρά τις πολλές σημαντικές συσχετίσεις που βρέθηκαν μεταξύ μεταβλητών κινήτρων και στρατηγικών μάθησης από τη μια και επίδοσης από την άλλη, οι άμεσες σχέσεις μεταξύ της επίδοσης και των στρατηγικών ήταν περισσότερες από εκείνες μεταξύ των μεταβλητών κινήτρων και της επίδοσης. 
Οι Pokay και Blumenfeld (1990) επιχείρησαν να διερευνήσουν τις επιδράσεις της προηγούμενης επίδοσης, του φύλου, των κινήτρων και της χρήσης των στρατηγικών εκμάθησης στη σχολική επίδοση. Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την ύπαρξη διαφορικών σχέσεων μεταξύ παραγόντων κινήτρων και ειδικών τύπων στρατηγικών μάθησης. Ειδικότερα, βρέθηκε ότι η προσδοκία της επιτυχίας καθόριζε τη χρήση ορισμένων στρατηγικών και ασκούσε, επομένως, μια έμμεση επίδραση στα αποτελέσματα της μάθησης. 
Τέλος, σε έρευνα των Schiefele (1991), Renninger (1998), Krapp (1999), Pintrich (1999) βρέθηκε ότι το ενδιαφέρον των μαθητών για την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας σχετίζεται, σε μέτριο έως υψηλό βαθμό, με τη χρήση των στρατηγικών εκμάθησης, διευκολύνοντας έτσι την σε βάθος κατανόηση. 
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι το σύνολο των ευρημάτων, παρόλο που στην πλειοψηφία τους επιβεβαιώνουν την ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ των κινήτρων και της χρήσης στρατηγικών εκμάθησης, ωστόσο εξακολουθούν να είναι αρκετά γενικά για να υποστηρίξουν ή να απορρίψουν την ύπαρξη εξειδικευμένων συσχετίσεων μεταξύ συγκεκριμένων συσχετίσεων και στρατηγικών εκμάθησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μετασχηματίζουσα Μάθηση

Μετασχηματίζουσα Μάθηση Αλέξανδρος Παπάνης Διδάσκων Αγγλικής Γλώσσας (ΕΕΔΙΠ Ι) Πολυτεχνική Σχολή Ξάνθης Κατανοώ σημαίνει αντιλαμβάνομα...