Στα παιδιά των γλωσσικών μειονοτήτων, ο Cummins (1999) θεωρεί ότι θα πρέπει να δίνεται πίστωση χρόνου από το σχολείο, η οποία στη συνέχεια θα επενδύεται στη συγκρότηση και στην εμπέδωση των βασικών δομών σε μια γλώσσα -απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεταφορά και αξιοποίηση της γνώσης από τη μια γλώσσα στην άλλη (Σκούρτου 1997).
Υποστήριξε σθεναρά την άποψη ότι η σχολική εκπαίδευση των παιδιών των μειονοτήτων θα πρέπει έως και την ηλικία των πέντε ετών να στηρίζεται κυρίως στη μητρική τους γλώσσα, στην οποία θα πρέπει να αναπτύσσεται και ο γραπτός λόγος. Μόνο μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης της μητρικής γλώσσας θα μπορεί η δεύτερη γλώσσα να καταλαμβάνει τις περισσότερες ώρες διδασκαλίας.
Ο Stolting (1980) αναφέρει, μετά από έρευνα που πραγματοποίησε σε παιδιά της σερβικής κοινότητας στη Γερμανία, ότι οι γλωσσικές ελλείψεις των παιδιών των μειονοτήτων ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του λεξιλογίου είναι μεγάλες. Δεν είναι λίγα τα παιδιά που παρουσιάζουν σοβαρές γλωσσικές δυσκολίες. Οι δυσκολίες αυτές, σύμφωνα με τον Cummins (1999), εντοπίζονται στην κατανόηση και απόδοση του νοήματος γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση πολυσύνθετων νοημάτων, στην περιγραφή παραστατικών γεγονότων ή καταστάσεων, ακόμη και στην έκφραση απλών σκέψεων.
Ο Cummins (1999) εντοπίζει δύο περιπτώσεις παιδιών μειονοτήτων:
i. τα παιδιά που διαθέτουν μια ικανοποιητικά αναπτυγμένη γλωσσική ικανότητα διαπροσωπικής επικοινωνίας, αλλά παρουσιάζουν δυσκολίες στη γνωστική ακαδημαϊκή γλωσσική ικανότητα`
ii. τα παιδιά των οποίων και οι δύο γλωσσικές ικανότητες, και στα δύο γλωσσικά συστήματα, δεν είναι ικανοποιητικά ανεπτυγμένες.
Οι μουσουλμανόπαιδες της Θράκης, πιο συγκεκριμένα, διαθέτουν αναμφίβολα μια ικανοποιητικά αναπτυγμένη γλωσσική ικανότητα διαπροσωπικής επικοινωνίας, αλλά συχνά παρουσιάζουν δυσκολίες στη γνωστική ακαδημαϊκή γλωσσική ικανότητα. Ίσως οι ιδιαίτερες πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζουν οι περισσότεροι από αυτούς -με τη γνωστή απομόνωση και τον συντηρητισμό που συχνά χαρακτηρίζει την κοινωνία τους, καθώς και το χαμηλό οικονομικό επίπεδο στο οποίο συνήθως βρίσκονται- ίσως όλα αυτά να συνέτειναν στο να παρουσιάζουν συγκεκριμένα φαινόμενα διπλής ημιγλωσσίας, όπως σύντομες προτάσεις, σχετικά φτωχό λεξιλόγιο, ανάμεικτες λέξεις από όλα τα γλωσσικά συστήματα, συχνά λανθασμένη γραμματική και μορφολογική δομή και, σπάνια όμως, χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης σε σχέση με την ηλικία τους.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η διπλή ημιγλωσσία αφορά και τις δύο διαστάσεις της γλωσσικής ικανότητας. Επικρατεί η άποψη ότι εμφανίζεται συχνότερα σε παιδιά μειονοτήτων και σε ένα μεγάλο ποσοστό οφείλεται στη διακοπή της κανονικής γλωσσικής ανάπτυξης της πρώτης γλώσσας λόγω της επιβολής της χρήσης μιας δεύτερης γλώσσας. Ωστόσο, η εκδοχή της αυξημένης συχνότητας εμφάνισης της ημιγλωσσίας σε παιδιά μειονοτήτων δεν βρίσκει πάντοτε σύμφωνους όλους τους μελετητές.
Υποστήριξε σθεναρά την άποψη ότι η σχολική εκπαίδευση των παιδιών των μειονοτήτων θα πρέπει έως και την ηλικία των πέντε ετών να στηρίζεται κυρίως στη μητρική τους γλώσσα, στην οποία θα πρέπει να αναπτύσσεται και ο γραπτός λόγος. Μόνο μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης της μητρικής γλώσσας θα μπορεί η δεύτερη γλώσσα να καταλαμβάνει τις περισσότερες ώρες διδασκαλίας.
Ο Stolting (1980) αναφέρει, μετά από έρευνα που πραγματοποίησε σε παιδιά της σερβικής κοινότητας στη Γερμανία, ότι οι γλωσσικές ελλείψεις των παιδιών των μειονοτήτων ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του λεξιλογίου είναι μεγάλες. Δεν είναι λίγα τα παιδιά που παρουσιάζουν σοβαρές γλωσσικές δυσκολίες. Οι δυσκολίες αυτές, σύμφωνα με τον Cummins (1999), εντοπίζονται στην κατανόηση και απόδοση του νοήματος γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση πολυσύνθετων νοημάτων, στην περιγραφή παραστατικών γεγονότων ή καταστάσεων, ακόμη και στην έκφραση απλών σκέψεων.
Ο Cummins (1999) εντοπίζει δύο περιπτώσεις παιδιών μειονοτήτων:
i. τα παιδιά που διαθέτουν μια ικανοποιητικά αναπτυγμένη γλωσσική ικανότητα διαπροσωπικής επικοινωνίας, αλλά παρουσιάζουν δυσκολίες στη γνωστική ακαδημαϊκή γλωσσική ικανότητα`
ii. τα παιδιά των οποίων και οι δύο γλωσσικές ικανότητες, και στα δύο γλωσσικά συστήματα, δεν είναι ικανοποιητικά ανεπτυγμένες.
Οι μουσουλμανόπαιδες της Θράκης, πιο συγκεκριμένα, διαθέτουν αναμφίβολα μια ικανοποιητικά αναπτυγμένη γλωσσική ικανότητα διαπροσωπικής επικοινωνίας, αλλά συχνά παρουσιάζουν δυσκολίες στη γνωστική ακαδημαϊκή γλωσσική ικανότητα. Ίσως οι ιδιαίτερες πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζουν οι περισσότεροι από αυτούς -με τη γνωστή απομόνωση και τον συντηρητισμό που συχνά χαρακτηρίζει την κοινωνία τους, καθώς και το χαμηλό οικονομικό επίπεδο στο οποίο συνήθως βρίσκονται- ίσως όλα αυτά να συνέτειναν στο να παρουσιάζουν συγκεκριμένα φαινόμενα διπλής ημιγλωσσίας, όπως σύντομες προτάσεις, σχετικά φτωχό λεξιλόγιο, ανάμεικτες λέξεις από όλα τα γλωσσικά συστήματα, συχνά λανθασμένη γραμματική και μορφολογική δομή και, σπάνια όμως, χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης σε σχέση με την ηλικία τους.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η διπλή ημιγλωσσία αφορά και τις δύο διαστάσεις της γλωσσικής ικανότητας. Επικρατεί η άποψη ότι εμφανίζεται συχνότερα σε παιδιά μειονοτήτων και σε ένα μεγάλο ποσοστό οφείλεται στη διακοπή της κανονικής γλωσσικής ανάπτυξης της πρώτης γλώσσας λόγω της επιβολής της χρήσης μιας δεύτερης γλώσσας. Ωστόσο, η εκδοχή της αυξημένης συχνότητας εμφάνισης της ημιγλωσσίας σε παιδιά μειονοτήτων δεν βρίσκει πάντοτε σύμφωνους όλους τους μελετητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου