Προκειμένου να προσδιορίσουμε το αποτέλεσμα (δηλ. αν υπάρχει κέρδος ή ζημία) κατά την πώληση, καταστροφή ή απόσυρση ενός πάγιου στοιχείου θα πρέπει πρώτα να καθοριστεί η λογιστική αξία του στοιχείου αυτού και στη συνέχεια να γίνει ο συσχετισμός της με τα καθαρά έσοδα. Η λογιστική αξία καθορίζεται από τον υπολογισμό των αποσβέσεων από την πρώτη μέρα χρήσης έως την απομάκρυνση του στοιχείου (χρέωση του λογαριασμούΑποσβέσεις Παγίων) και στη συνέχεια την πίστωση του Λογαριασμού των Συσσωρευμένων Αποσβέσεων. Οι Συσσωρευμένες Αποσβέσεις μεταφέρονται στην πίστωση του Παγίου μαζί με τυχόν υπόλοιπα από τους Λογαριασμούς των επιχορηγήσεων και των προβλέψεων.
Η χρήση των ενσώματων πάγιων στοιχείων καταλήγει αναπόφευκτα στην σταδιακή φθορά και για αυτό υπόκεινται στη διαδικασία των αποσβέσεων (τακτικές ή πρόσθετες). Οι αποσβέσεις διενεργούνται κάθε χρόνο βάσει ενός νόμιμου συντελεστή απόσβεσης (απαγορεύονται υψηλότεροι ή χαμηλότεροι συντελεστές από τους προβλεπόμενους) και μέχρι να φθάσουν συνολικά το ποσό κατά 0.01 ευρώ μικρότερο από την αρχική αξία. Για την απόκτηση νέων πάγιων στοιχείων από μια επιχείρηση η διενέργεια των αποσβέσεων είναι υποχρεωτική στο τέλος κάθε λογιστικής χρήσης ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή όχι κερδών και υπάρχει η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε 2 συντελεστές απόσβεσης (τον χαμηλό και τον υψηλό). Επίσης η διαδικασία της απόσβεσης μπορεί να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη σταθερή ή την φθίνουσα μέθοδο. Οι αποσβέσεις υπολογίζονται χωριστά για κάθε πάγιο και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο διάστημα αδράνειας του παγίου καθώς και η ημερομηνία έναρξης χρήσης του. Τα άυλα πάγια αποσβένονται είτε εφάπαξ είτε τμηματικά. Τέλος, οι αποσβέσεις χρεώνονται στον Λογαριασμό «Αποσβέσεις πάγιων στοιχείων στο λειτουργικό κόστος», ενώ οι αντίθετοι τους πιστώνονται στα Αποσβεσμένα κτήρια, μηχανήματα, μέσα μεταφοράς, έπιπλα και έξοδα και λειτουργούν αφαιρετικά των κύριων.
Βάσει του άρθρου 41ΚΦΣ (Π.Δ.99/77) η αποτίμηση των αποθεμάτων γίνεται στο τέλος της χρήσης στη μικρότερη τιμή μεταξύ κτήσεως και τρέχουσας (Καραγιώργος, 2002). Με άλλα λόγια, αν η τρέχουσα τιμή είναι μεγαλύτερη της κτήσεως, τότε η αποτίμηση γίνεται στην τιμή κτήσεως και το αντίστροφο.
Σε περίπτωση αδυναμίας προσδιορισμού της τρέχουσας τιμής δύναται να χρησιμοποιηθεί η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία. Πρόκειται για καθαρή τιμή στην οποία μπορεί να πωληθεί το απόθεμα κατά την τελευταία ημέρα της χρήσης, δηλαδή η τιμή τοις μετρητοίς μειωμένη με τα έξοδα της πώλησης. Στη συνέχεια επιλέγεται η χαμηλότερη τιμή και πολλαπλασιάζεται αυτή επί του αριθμού των μονάδων αποθέματος που έχει προκύψει από την απογραφή. Το αποτέλεσμα αυτό καταδεικνύει το κόστος του τελικού αποθέματος και καταχωρείται στη χρέωση του Λογαριασμού «Αποθέματα απογραφής λήξης χρήσεως» (Παπάς, 2008).
Καραγιώργος, Θ (2002) Χρηματοοικονομική Λογιστική, ΕΑΠ
Παπάς, Α (2008) Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο, ΕΑΠ
Η χρήση των ενσώματων πάγιων στοιχείων καταλήγει αναπόφευκτα στην σταδιακή φθορά και για αυτό υπόκεινται στη διαδικασία των αποσβέσεων (τακτικές ή πρόσθετες). Οι αποσβέσεις διενεργούνται κάθε χρόνο βάσει ενός νόμιμου συντελεστή απόσβεσης (απαγορεύονται υψηλότεροι ή χαμηλότεροι συντελεστές από τους προβλεπόμενους) και μέχρι να φθάσουν συνολικά το ποσό κατά 0.01 ευρώ μικρότερο από την αρχική αξία. Για την απόκτηση νέων πάγιων στοιχείων από μια επιχείρηση η διενέργεια των αποσβέσεων είναι υποχρεωτική στο τέλος κάθε λογιστικής χρήσης ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή όχι κερδών και υπάρχει η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε 2 συντελεστές απόσβεσης (τον χαμηλό και τον υψηλό). Επίσης η διαδικασία της απόσβεσης μπορεί να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη σταθερή ή την φθίνουσα μέθοδο. Οι αποσβέσεις υπολογίζονται χωριστά για κάθε πάγιο και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο διάστημα αδράνειας του παγίου καθώς και η ημερομηνία έναρξης χρήσης του. Τα άυλα πάγια αποσβένονται είτε εφάπαξ είτε τμηματικά. Τέλος, οι αποσβέσεις χρεώνονται στον Λογαριασμό «Αποσβέσεις πάγιων στοιχείων στο λειτουργικό κόστος», ενώ οι αντίθετοι τους πιστώνονται στα Αποσβεσμένα κτήρια, μηχανήματα, μέσα μεταφοράς, έπιπλα και έξοδα και λειτουργούν αφαιρετικά των κύριων.
Βάσει του άρθρου 41ΚΦΣ (Π.Δ.99/77) η αποτίμηση των αποθεμάτων γίνεται στο τέλος της χρήσης στη μικρότερη τιμή μεταξύ κτήσεως και τρέχουσας (Καραγιώργος, 2002). Με άλλα λόγια, αν η τρέχουσα τιμή είναι μεγαλύτερη της κτήσεως, τότε η αποτίμηση γίνεται στην τιμή κτήσεως και το αντίστροφο.
Σε περίπτωση αδυναμίας προσδιορισμού της τρέχουσας τιμής δύναται να χρησιμοποιηθεί η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία. Πρόκειται για καθαρή τιμή στην οποία μπορεί να πωληθεί το απόθεμα κατά την τελευταία ημέρα της χρήσης, δηλαδή η τιμή τοις μετρητοίς μειωμένη με τα έξοδα της πώλησης. Στη συνέχεια επιλέγεται η χαμηλότερη τιμή και πολλαπλασιάζεται αυτή επί του αριθμού των μονάδων αποθέματος που έχει προκύψει από την απογραφή. Το αποτέλεσμα αυτό καταδεικνύει το κόστος του τελικού αποθέματος και καταχωρείται στη χρέωση του Λογαριασμού «Αποθέματα απογραφής λήξης χρήσεως» (Παπάς, 2008).
Καραγιώργος, Θ (2002) Χρηματοοικονομική Λογιστική, ΕΑΠ
Παπάς, Α (2008) Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο, ΕΑΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου